- δεδοικώς
- δείδωperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
боѣисѧ — БО|˫АТИСѦ (627), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Испытывать страх, бояться кого л., чего л., остерегаться чего л.: не боиши ли сѩ ни ли соумьниши сѩ. ни ли срамлѩѥши сѩ въ тъ чѩсъ обрѣта|| сѩ лъжъ. (αἴδεσαι) Изб 1076, 260 260 об.; оц҃ѩ того д҃ховьнааго себѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ένδικος — η, ον (AM ἔνδικος, ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, νόμιμος («ένδικα μέσα», «χάριν ἔνδικον», Πίνδ.) αρχ. μσν. (για πρόσ.) δίκαιος («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν», Αισχ.) αρχ. 1. (για πόλη, δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η… … Dictionary of Greek
δεδοικότως — (Α) επίρρ. με φόβο, φοβισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. δεδοικώς τού παρακμ. δέδοικα τού δείδω* (πρβλ. δεδιότως)] … Dictionary of Greek